- παρατάσσω
- ΝΜΑ(κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ.νεοελλ.1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του»)2. (για λόγους, επιχειρήματα, απόψεις) διατυπώνω το ένα έπειτα από το άλλο («παρέταξε ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων»)μσν.-αρχ.μέσ. παρατάσσομαι1. έχω τοποθετημένα τα τμήματα μου σε διάταξη μάχης («ἧλθεν παρατασσόμενος εἰς πόλεμον», Πασχ. Χρον.)2. μάχομαι, πολεμώ («τοὺς ἐν Πλαταιαῑς παραταξαμένους», Δημοσθ.)αρχ.1. στέκομαι παρά το πλευρό, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον κατά τη μάχη («ὑποχωρησάντων γὰρ αὐτοῑς τῶν παρατεταγμένων», Θουκ.)2. φρ. «παρατάσσομαι πρός τι ή πρός τινα» — αντιπαρατάσσομαι σε κάποιον, αντιμετωπίζω κάποιον3. μτφ. αντιδρώ, αντιμάχομαι («πρὸς τὴν τοῡ καιροῡ παρατάσσεται δυσκολίαν», Γρηγ. Ναζ.)4., (κατά τον Ησύχ.) «παρατάσσομαιεν πολέμῳ θνήσκω»5. είμαι έτοιμος, στέκομαι παρασκευασμένος για κάτι («ἐδόκει μοι ὁ Πρωταγόρας ἤδη ἀγωνιᾱν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι», Πλάτ.)6. συγκρίνω, αντιπαραβάλλω («τοῑς περὶ Αἰόλου λεγομένοις αὐτὸν παρατάξωμεν», Ισοκρ.)7. (το μέσ. με απρμφ.) αρνούμαι με επιμονή8. προστάζω, διατάζω.
Dictionary of Greek. 2013.